Σκέτη δυσωδία!
Ο αστυνόμος Bruce Robertson (James McAvoy) θέλει απεγνωσμένα να πάρει την προαγωγή που έχει ανακοινωθεί στο τμήμα. Το πώς θα υπερισχύσει έναντι των άλλων 5 συνυποψηφίων του, είναι μια εντελώς διαφορετική και γεμάτη βρόμικα παιχνίδια ιστορία.
Ανεξάρτητα με την όποια γνώμη σχηματίσεις για το έργο μετά το τέλος του, ένα είναι σίγουρο. Δεν συναντάς συχνά χαρακτήρες όπως ο Bruce Robertson. Στο τελευταίο δημιούργημα του Σκωτσέζου Jon S. Baird (Hooligans, 2005) ο James McAvoy ενσαρκώνει την προσωποποίηση του αντιπαθητικού, παρτάκια, εγωκεντρικού ανθρώπου, που όμως δεν μπορείς να μη συμπαθήσεις.
Η ιστορία του μπερδεμένη και με κενά, με ένα παρελθόν που προφανώς τον έχει μετατρέψει στην προσωπικότητα που είναι, και που αποκαλύπτεται σταδιακά στην πορεία του έργου. Στο παρόν έχει στρέψει το βλέμμα του σε μια προαγωγή, την οποία θέλει πάση θυσία. Κι ενώ η επίλυση ενός πρόσφατου φόνου θα τον οδηγήσει με αξιώσεις προς αυτή, εκείνος θα διαλέξει να την προσεγγίσει με πιο υποχθόνια μέσα. Κυρίως εξαφανίζοντας από τον χάρτη τους υπόλοιπους υποψήφιους, αμαυρώνοντας τη φήμη και τις ικανότητές τους.
Στο σύνολό του το σενάριο είναι το ίδιο διπολικό όσο και ο πρωταγωνιστής του. Σε πάρα πολλές σκηνές δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις τις άκρως κωμικές σκευωρίες του Bruce, που συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα τον ακραίο εξευτελισμό των συναδέλφων του. Θα ξεμπροστιάσει τον ανδρισμό τους, θα κοιμηθεί με τις γυναίκες τους και θα στρέψει τον έναν ενάντια στον άλλον. Και δε θα σταματήσει μόνο στον εργασιακό του κύκλο. Τη συνταγή συμπληρώνουν ατελείωτες γραμμές κοκαΐνης και ποτήρια αλκοόλ, των οποίων οι καταχρήσεις συμβάλλουν καθοριστικά στον ήδη αξιαγάπητο χαρακτήρα του.
Όσο το έργο όμως προχωράει, αποκαλύπτεται ότι όλα αυτά είναι η άρνηση και η αντίδραση για μια πολύ βαθύτερη κατάσταση.
Κι εκεί είναι που η ταινία σοβαρεύει. Εκεί είναι που μαζεύεις τα γέλια σου από τα καφριλίκια του Robertson κι αρχίζεις να νιώθεις άσχημα για αυτόν.
Αν είσαι γνώστης του βρετανικού χιούμορ, καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Άκρως βρετανική και η “σχολή” του φιλμ, με μια ροή που θυμίζει αντίστοιχες του Danny Boyle και χαρακτήρες που μοιάζουν με την υπερβολή αυτών του Guy Ritchie. Αν είσαι fan των παραπάνω βρήκες άλλο ένα κίνητρο.
Σε γενικές γραμμές το Filth οπτικοποιεί αυτό που λέει ο τίτλος του. Ένας εντελώς “χαλασμένος”, σκάρτος χαρακτήρας με όλες τις κακές συνήθειες στο επίκεντρο, που ψάχνει απεγνωσμένα και σε λάθος σημεία μια λύτρωση που παίζει και να μη βρει. Σίγουρα θα γελάσεις, αλλά να είσαι προετοιμασμένος και για πιο ανάμεικτα συναισθήματα.